πελαργόνι — (πελαργόνιο το μεγανθές). Καλλωπιστικό φυτό της οικογένειας των γερανιιδών (δικοτυλήδονα). Έχει βλαστό ποώδη, ελαφρά αποξυλωμένο στη βάση. Τα φύλλα του είναι οδοντωτά, μακρόμισχα, τα άνθη επιφυή, λευκορόδινα, διατεταγμένα κατά επάκριους κορύμβους … Dictionary of Greek
γερανιίδες — (geraniaceae). Οικογένεια δικοτυλήδων ποωδών φυτών. Πολλά είδη και ποικιλίες γ., του γένους πελαργόνιο, παρουσιάζουν ενδιαφέρον για την καλλωπιστική αξία τους, όπως το πελαργόνιο το μεγανθές (πελαργόνι), το πελαργόνιο το ζωνωτό (γεράνι), το… … Dictionary of Greek
γεράνι — I (geranium). Καλλωπιστικό φυτό, γνωστό και με την επιστημονική ονομασία πελαργόνιο το ζωνωτό. Όλα τα είδη του φυτού αυτού αναφέρονται συνοπτικά ως γερανιίδες. Με την ίδια ονομασία υπάρχει και γένος φυτών, άσχετο με το καλλωπιστικό, με περίπου 20 … Dictionary of Greek
αρμπαρόριζα — και αρμπαρόζα και αλμπανόριζα, η κοινές ονομασίες διαφόρων φυτών του γένους Πελαργόνιο*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. erba rosa, φυτό ρόδινου χρώματος, με παρετυμολογική επίδραση της λ. ρίζα] … Dictionary of Greek
μοσχομολόχα — και μοσκομολόχα, η βοτ. κοινή ονομασία τού φυτού Πελαργόνιο το ερυθρό ή ροδόχρουν … Dictionary of Greek
πελαργονιδίνη — η χημ. κοινή ονομασία μιας ανθοκυανιδίνης, καστανέρυθρης χρωστικής ύλης, η οποία απαντά με τη μορφή τού χλωριούχου άλατός της στον σταυρό, στην ντάλια, στο πελαργόνιο και στη φασκομηλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. pelargonidine <… … Dictionary of Greek
τζιράνι — το, Ν βοτ. κοινή ονομασία τού φυτού πελαργόνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Διαλ. τ. τής λ. γεράνι (< λατ. geranium)] … Dictionary of Greek
τσαρδελούδι — το, Ν κοινή ονομασία είδους τού φυτού πελαργόνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. σαρδελούδι* (για την τροπή τού σ σε τσ πρβλ. κότσυφας < κόσσυφος)] … Dictionary of Greek
ερωδιός το γεράνιο — (Εrodium geranium). Ποώδες δικοτυλήδονο φυτό της οικογένειας των γερανιιδών, που αριθμεί δώδεκα γένη και ευδοκιμεί σε εύκρατες και θερμές χώρες –σχεδόν άγριο– στην Ευρώπη, στην Ασία, στην Κίνα, στην Ιαπωνία, στη βόρεια Αφρική και στη Βόρεια… … Dictionary of Greek
αρμπαρόριζα — η (λ. βασικά ιταλ.), το φυτό πελαργόνιο το εύοσμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)